- αυτοδίδακτος
- και -χτος, -η, -ο (AM αὐτοδίδακτος, -ον)αυτός που έμαθε κάτι μόνος τουαρχ.έμφυτος, ενστικτώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτοδίδακτος — self taught masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πενία αὐτοδίδακτος. — См. Бедность учит, а счастье портит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αὐτοδιδάκτως — αὐτοδίδακτος self taught adverbial αὐτοδίδακτος self taught masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδίδακτον — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem acc sg αὐτοδίδακτος self taught neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδιδάκτοις — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδιδάκτου — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδιδάκτους — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδιδάκτῳ — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδίδακτα — αὐτοδίδακτος self taught neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδίδακτε — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)